βροντοβολώ

βροντοβολώ
(α) αμετ.
1) греметь, грохотать; рокотать; 2) громко говорить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βροντοβολώ" в других словарях:

  • βροντοβολώ — ησα, μπουμπουνίζω, βροντώ: Τα κανόνια βροντοβολούσαν όλη την ημέρα της εθνικής γιορτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντολογώ — ησα, βροντοβολώ: Στη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου τα δάση βροντολογούν από τις τουφεκιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»